Βαμβακερός - ορισμός του βαμβακερός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b1%ce%bc%ce%b2%ce%b1%ce%ba%ce%b5%cf%81%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.939.883.431
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βαμβακερός
Μεταφράσεις
βαμβακερός
(
vamvace'ros
)
αρσενικό
βαμβακερή
(
vamvace'ri
)
θηλυκό
βαμβακερό
cotton
(
vamvace'ro
)
ουδέτερο
επίθετο
φτιαγμένος από βαμβάκι
en coton
ένα βαμβακερό πουκάμισο
une chemise en coton
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Βαλένθια
βαλεριάνα
βαλές
βάλθηκε να
βαλίνη
βαλίτσα
βαλιτσάκι
βαλίτσες
βαλκανικός
βαλλιστικός
βαλλίστρα
Βαλλονία
Βαλλωνία
βαλλωνικά
βαλμένος
βαλονικά
βαλς
βάλσαμο
βαλσαμώνω
βαλσάρω
βάλσιμο
Βάλτε αυτό στο χρηματοκιβώτιο, παρακαλώ
Βάλτε το στο λογαριασμό μου
Βαλτική
Βαλτική Θάλασσα
βαλτικός
βαλτός
βάλτος
βαμβακερή
βαμβακερό
βαμβακερός
βαμβάκι
βάμμα
βαμμένος
βαμπίρ
βανάδιο
βάναυση
βάναυσο
βάναυσος
βανδαλίζω
βανδαλισμός
Βάνδαλοι
βάνδαλος
βανίλια
Βανκούβερ
Βανουάτου
Βάνταα
Βαντούζ
βαποράκι
βαπόρι
βαπτίσια
βάπτισμα
βαπτισμένος
βαπτισμός
Βαπτιστής
βαπτιστικός
βάρ
βάραθρο
βαραίνω
βαράω
βαρβάρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close