βαραίνω
Μεταφράσεις
βαραίνω
(́va'reno)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. γίνομαι βαρύς, δυσκίνητος βαραίνει το στομάχι μου
2. για κτ που θεωρείται σοβαρό, σημαντικό Η άποψή του βαραίνει.
βαραίνω
ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
δημιουργώ δυσάρεστα συναισθήματα Η παρουσία του με βαραίνει.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.