Βασίζω - ορισμός του βασίζω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%b6%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.368.152.416
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βασίζω
Μεταφράσεις
βασίζω
I base
Ik baseer
(
va'sizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
στηρίζω
fonder baser
βασίζω τις ελπίδες μου σε κτσε κπ
fonder ses espoirs sur
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βάρος
βαρύ
βαρύ φορτηγό όχημα
βαρυόνιο
βαρύς
βαρυσήμαντος
βαρύτητα
βαρυτόνιο
βαρύτονος
βαρώ
βαρώνος
βασάλτης
βασανίζομαι
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστήρια
βασανιστήριο
βασανιστής
βασανιστικά
βασανιστικός
βάσανο
βάσει
βάσεις
βάση
βάση βαθμολογίας
βάση για το ποντίκι του υπολογιστή
βάση δεδομένων
βασιβουζούκος
βασίζoμαι
βασίζομαι σε
βασίζω
βασικά
Βασικές εκφράσεις
βασική
βασικό
βασικός
βασικός τραγουδιστής
βασιλεία
βασιλείο
βασίλειο
Βασίλειος
Βασιλείς
βασιλεύω
Βασίλης
βασιλιάς
βασιλιάς.
βασιλική
βασιλικό
βασιλικός
βασιλίσκος
βασίλισσα
βασιλοκτονία
βασιλοκτόνος
βασιλοπούλα
βασιλόπουλο
βάσις
βασισμένος
βασκανία
βασκικά
βασκικός
Βάσκος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close