Βαστιέμαι - ορισμός του βαστιέμαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ad%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.368.129.696
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βαστιέμαι
Μεταφράσεις
βαστιέμαι
(
va'stçeme
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
νιώθω ή φαίνομαι ακόμη νέος
bien porter son âge
Βαστιέται καλά!
Il porte bien son âge !
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Βασικές εκφράσεις
βασική
βασικό
βασικός
βασικός τραγουδιστής
βασιλεία
βασιλείο
βασίλειο
Βασίλειος
Βασιλείς
βασιλεύω
Βασίλης
βασιλιάς
βασιλιάς.
βασιλική
βασιλικό
βασιλικός
βασιλίσκος
βασίλισσα
βασιλοκτονία
βασιλοκτόνος
βασιλοπούλα
βασιλόπουλο
βάσις
βασισμένος
βασκανία
βασκικά
βασκικός
Βάσκος
βαστάω
βαστιέμαι
βαστώ
βατ
βάτ
βάτα
Βατικανό
βατόμουρο
βάτος
βατραχάνθρωπος
βατράχι
βατραχοπέδιλα
βατραχοπέδιλο
βάτραχος
Βαυαρία
βαυαρικά
βαυαρικός
Βαυαρός
βαυκαλίζω
βαφέας
βαφείο
βαφή
βάφομαι
βάφτης
βαφτησιμιός
βαφτίζομαι
βαφτίζω
βάφτιση
βαφτίσια
βαφτισιμιά
βαφτισιμιός
βαφτιστήρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close