Βαφτισιμιά - ορισμός του βαφτισιμιά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b1%cf%86%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%b9%ce%bc%ce%b9%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.394.724
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βαφτισιμιός
(προωθήθηκε από
βαφτισιμιά
)
Μεταφράσεις
βαφτισιμιός
(
vaftisi'mɲos
)
αρσενικό
βαφτισιμιά
(
vaftisi'mɲa
)
θηλυκό
ουσιαστικό
πνευματικό παιδί νονού ή νονάς
filleul
αρσενικό
filleule
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Βάσκος
βαστάω
βαστιέμαι
βαστώ
βατ
βάτ
βάτα
Βατικανό
βατόμουρο
βάτος
βατραχάνθρωπος
βατράχι
βατραχοπέδιλα
βατραχοπέδιλο
βάτραχος
Βαυαρία
βαυαρικά
βαυαρικός
Βαυαρός
βαυκαλίζω
βαφέας
βαφείο
βαφή
βάφομαι
βάφτης
βαφτησιμιός
βαφτίζομαι
βαφτίζω
βάφτιση
βαφτίσια
βαφτισιμιά
βαφτισιμιός
βαφτιστήρα
βαφτιστήρι
βαφτιστικιά
βαφτιστικός
βάφω
βάφω με πιστολάκι
βάψιμο
βγάζω
βγάζω από την πρίζα
βγάζω δόντια
βγάζω νοκ-άουτ
βγαίνω
βγάλσιμο
βγήκα
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυρός
βδομάδα
βδομαδιάτικη
βδομαδιάτικο
βδομαδιάτικος
βέβαια
βέβαιη
βέβαιο
βέβαιος
βεβαιότητα
βεβαιώνομαι
βεβαιώνω
βεβαίως
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close