Βγάζω νοκ-άουτ - ορισμός του βγάζω νοκ-άουτ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b3%ce%ac%ce%b6%cf%89+%ce%bd%ce%bf%ce%ba-%ce%ac%ce%bf%cf%85%cf%84
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.596.786.171
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βγάζω νοκ-άουτ
Μεταφράσεις
βγάζω νοκ-άουτ
يَضْرِبُ بِقُوَّةٍ
βγάζω νοκ-άουτ
omráčit
βγάζω νοκ-άουτ
slå ud
βγάζω νοκ-άουτ
bewusstlos schlagen
βγάζω νοκ-άουτ
knock out
βγάζω νοκ-άουτ
dejar sin sentido
βγάζω νοκ-άουτ
tyrmätä
βγάζω νοκ-άουτ
assommer
βγάζω νοκ-άουτ
nokautirati
βγάζω νοκ-άουτ
tramortire
βγάζω νοκ-άουτ
打ち負かす
βγάζω νοκ-άουτ
의식을 잃게 하다
βγάζω νοκ-άουτ
vloeren
βγάζω νοκ-άουτ
slå ut
βγάζω νοκ-άουτ
znokautować
βγάζω νοκ-άουτ
deixar inconsciente
,
nocautear
βγάζω νοκ-άουτ
нокаутировать
βγάζω νοκ-άουτ
slå ut
βγάζω νοκ-άουτ
ต่อยจนล้มลุกไม่ขึ้น
βγάζω νοκ-άουτ
yere sermek
βγάζω νοκ-άουτ
hạ đo ván
βγάζω νοκ-άουτ
打破
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βατραχοπέδιλα
βατραχοπέδιλο
βάτραχος
Βαυαρία
βαυαρικά
βαυαρικός
Βαυαρός
βαυκαλίζω
βαφέας
βαφείο
βαφή
βάφομαι
βάφτης
βαφτησιμιός
βαφτίζομαι
βαφτίζω
βάφτιση
βαφτίσια
βαφτισιμιά
βαφτισιμιός
βαφτιστήρα
βαφτιστήρι
βαφτιστικιά
βαφτιστικός
βάφω
βάφω με πιστολάκι
βάψιμο
βγάζω
βγάζω από την πρίζα
βγάζω δόντια
βγάζω νοκ-άουτ
βγαίνω
βγάλσιμο
βγήκα
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυρός
βδομάδα
βδομαδιάτικη
βδομαδιάτικο
βδομαδιάτικος
βέβαια
βέβαιη
βέβαιο
βέβαιος
βεβαιότητα
βεβαιώνομαι
βεβαιώνω
βεβαίως
βεβαίωση
βέβηλος
βεβηλώνω
βεβηλωτής
βεγόνια
βεδουίνος
βεζίρης
βελάζω
βελάκι
βελάκια
βελανίδι
βελανιδιά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close