Βδομάδα - ορισμός του βδομάδα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b4%ce%bf%ce%bc%ce%ac%ce%b4%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.937.605.570
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βδομάδα
Μεταφράσεις
βδομάδα
Woche
βδομάδα
week
βδομάδα
semajno
βδομάδα
semana
βδομάδα
semaine
βδομάδα
settimana
βδομάδα
săptămână
βδομάδα
неделя
βδομάδα
semana
βδομάδα
седмица
βδομάδα
week
βδομάδα
vecka
βδομάδα
viikko
βδομάδα
週
βδομάδα
týden
βδομάδα
tydzień
βδομάδα
uge
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βαυκαλίζω
βαφέας
βαφείο
βαφή
βάφομαι
βάφτης
βαφτησιμιός
βαφτίζομαι
βαφτίζω
βάφτιση
βαφτίσια
βαφτισιμιά
βαφτισιμιός
βαφτιστήρα
βαφτιστήρι
βαφτιστικιά
βαφτιστικός
βάφω
βάφω με πιστολάκι
βάψιμο
βγάζω
βγάζω από την πρίζα
βγάζω δόντια
βγάζω νοκ-άουτ
βγαίνω
βγάλσιμο
βγήκα
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυρός
βδομάδα
βδομαδιάτικη
βδομαδιάτικο
βδομαδιάτικος
βέβαια
βέβαιη
βέβαιο
βέβαιος
βεβαιότητα
βεβαιώνομαι
βεβαιώνω
βεβαίως
βεβαίωση
βέβηλος
βεβηλώνω
βεβηλωτής
βεγόνια
βεδουίνος
βεζίρης
βελάζω
βελάκι
βελάκια
βελανίδι
βελανιδιά
Βελγίδα
βελγικός
Βέλγιο
Βέλγος
Βελεστίνο
Βελεστίνον
Βελζεβούλης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close