βδομαδιάτικος
(προωθήθηκε από βδομαδιάτικο)Μεταφράσεις
βδομαδιάτικος
(vðoma'ðjatikos) αρσενικόβδομαδιάτικη
(vðoma'ðjatici) θηλυκόβδομαδιάτικο
(vðoma'ðjatiko) ουδέτεροεπίθετο
εβδομαδιαίος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.