Βελονάκι - ορισμός του βελονάκι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b5%ce%bb%ce%bf%ce%bd%ce%ac%ce%ba%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.365.073.603
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βελονάκι
Μεταφράσεις
βελονάκι
(
velo'naci
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
βελόνα με κυρτή άκρη
crochet
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βέβαιη
βέβαιο
βέβαιος
βεβαιότητα
βεβαιώνομαι
βεβαιώνω
βεβαίως
βεβαίωση
βέβηλος
βεβηλώνω
βεβηλωτής
βεγόνια
βεδουίνος
βεζίρης
βελάζω
βελάκι
βελάκια
βελανίδι
βελανιδιά
Βελγίδα
βελγικός
Βέλγιο
Βέλγος
Βελεστίνο
Βελεστίνον
Βελζεβούλης
Βελιγράδι
βελιτώνω
βελόνα
βελόνα πλεξίματος
βελονάκι
βελονιά
βελονισμός
βέλος
βελούδινη
βελούδινο
βελούδινος
βελούδο
βέλτιστος
βελτιώνομαι
βελτιώνω
βελτίωση
βελώνα
βένδα
Βενεζουέλα
βενεζουελανός
Βενετία
βενετική γλώσσα
βενετσιάνικος
Βενετσιάνος
βενζινάδικο
βενζινάκατος
βενζίνη
βενζόλιο
βεντάλια
βεντέτα
βεντούζα
βέρα
βεράντα
βεράντα πρόσοψης
βέργα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close