βιογραφικός
(προωθήθηκε από βιογραφική)Μεταφράσεις
βιογραφικός
(vioɣrafi'kos) αρσενικόβιογραφική
(vioɣrafi'ci) θηλυκόβιογραφικό
biographicalbiographique (vioɣrafi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με τη βιογραφία βιογραφικό μυθιστόρημα
2. σημείωμα με προσωπικά και επαγγελματικά στοιχεία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.