Βιοτεχνία - ορισμός του βιοτεχνία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%b9%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.593.486.227
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βιοτεχνία
Μεταφράσεις
βιοτεχνία
(
viote'xnia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
επιχείρηση που απασχολεί έως πενήντα εργάτες
artisanat
αρσενικό
manufacture
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βιογράφος
βιοδιαθεσιμότητα
βιοδιασπώμενος
βιοκαύσιμο
βιοκοινότητα
βιόλα
βιολέτα
βιολί
βιολιστής
βιολίστρια
βιολογία
βιολογική
βιολογικό
βιολογικός
βιολόγος
βιολοντσέλο
βιομετρία
βιομετρικός
βιομηχανία
βιομηχανία θεάματος
βιομηχανικάς
βιομηχανική
βιομηχανικό
βιομηχανικός
βιομηχανικός χώρος
βιομήχανος
βιοποικιλότητα
βίος
βιόσφαιρα
βιοτέχνης
βιοτεχνία
βιοτεχνική
βιοτεχνικό
βιοτεχνικός
βιοτική
βιοτικό
βιοτικό επίπεδο
βιοτικός
βιότοπος
βιοφυσική
βιοχημεία
βιοχημικός
βιοψία
Βιρμανία
Βιρμανικά
βιρμανικός
Βιρμανός
βιρτουόζος
βιρύλλιο
βισμούθιο
βίσονας
βιταμίνη
Βιτρέ
βιτρίνα
βιτρίνα καταστήματος
βιτριόλι
βιτρό
βίτσιο
βίωμα
βιώνω
βιώσιμος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close