Βογγώ - ορισμός του βογγώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%bf%ce%b3%ce%b3%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.601.330.089
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βογγώ
Μεταφράσεις
βογγώ
groan
βογγώ
يَئِنّ
βογγώ
sténat
βογγώ
stønne
βογγώ
ächzen
βογγώ
quejarse
βογγώ
voihkaista
βογγώ
gémir
βογγώ
stenjati
βογγώ
lamentarsi
βογγώ
うなる
βογγώ
신음하다
βογγώ
kreunen
βογγώ
stønne
βογγώ
jęknąć
βογγώ
gemer
βογγώ
стонать
βογγώ
stöna
βογγώ
คราง
βογγώ
inlemek
βογγώ
kêu rên
βογγώ
呻吟
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βλαντζί
Βλαντίμιρ
βλαπτικός
βλάπτω
βλαστάνω
βλαστάρι
βλαστημάω
βλαστημώ
βλαστήσει
βλάστηση
βλαστίδιο
βλαστός
βλάσφημος
Βλαχία
βλάχος
βλέμμα
βλέννα
βλέπομαι
βλέπω
βλεφαρίδα
βλεφαρίζω
βλέφαρο
βλέψη
βλήμα
βληχώμαι
βλοσυρή
βλοσυρό
βλοσυρός
βόας
βογγάω
βογγώ
βογκάω
βογκητό
βογκώ
βόδι
βόδια
βοδινή
βοδινό
βοδινό μπιφτέκι
βοδινός
βοειδή
βοή
βοηθάω
βοήθεια
βοήθεια!
βοήθημα
βοηθητική
βοηθητικό
βοηθητικός
βοηθός
βοηθός δασκάλου
βοηθός πωλήσεων
βοηθώ
βοημικός
βόθριο
βόθρος
βοιωτικός
βολβός
βόλβος
Βόλγας
βόλεϊ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close