βοηθητικός
(προωθήθηκε από βοηθητικό)Μεταφράσεις
βοηθητικός
(voiθiti'kos) αρσενικόβοηθητική
(voiθiti'ci) θηλυκόβοηθητικό
ancillary, auxiliaryעזר보조補助спомагателниhulpausiliaripomocnéمساعدة (voiθiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που παρέχει βοήθεια ή δεν έχει πρωτεύοντα ρόλο βοηθητικό προσωπικό
2. που σχηματίζουν επιπλέον χρόνους τα βοηθητικά ρήματα 'είμαι' και 'έχω'