Βοηθός πωλήσεων - ορισμός του βοηθός πωλήσεων από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%ce%bf%ce%b7%ce%b8%cf%8c%cf%82+%cf%80%cf%89%ce%bb%ce%ae%cf%83%ce%b5%cf%89%ce%bd
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.931.629.633
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βοηθός πωλήσεων
Μεταφράσεις
βοηθός πωλήσεων
مُسَاعِدُ الـمَبِيعات
βοηθός πωλήσεων
prodavač
βοηθός πωλήσεων
ekspedient
βοηθός πωλήσεων
Verkäufer
βοηθός πωλήσεων
clerk
,
sales assistant
βοηθός πωλήσεων
dependiente
,
vendedor
βοηθός πωλήσεων
myyntiapulainen
βοηθός πωλήσεων
vendeur
βοηθός πωλήσεων
prodavač
βοηθός πωλήσεων
commesso
βοηθός πωλήσεων
販売スタッフ
βοηθός πωλήσεων
판매원
βοηθός πωλήσεων
verkoopassistent
βοηθός πωλήσεων
salgsassistent
βοηθός πωλήσεων
sprzedawca
βοηθός πωλήσεων
assistente de vendas
βοηθός πωλήσεων
продавец
βοηθός πωλήσεων
expedit
βοηθός πωλήσεων
พนักงานขาย
βοηθός πωλήσεων
tezgahtar
βοηθός πωλήσεων
người bán hàng
βοηθός πωλήσεων
售货员
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βλέφαρο
βλέψη
βλήμα
βληχώμαι
βλοσυρή
βλοσυρό
βλοσυρός
βόας
βογγάω
βογγώ
βογκάω
βογκητό
βογκώ
βόδι
βόδια
βοδινή
βοδινό
βοδινό μπιφτέκι
βοδινός
βοειδή
βοή
βοηθάω
βοήθεια
βοήθεια!
βοήθημα
βοηθητική
βοηθητικό
βοηθητικός
βοηθός
βοηθός δασκάλου
βοηθός πωλήσεων
βοηθώ
βοημικός
βόθριο
βόθρος
βοιωτικός
βολβός
βόλβος
Βόλγας
βόλεϊ
βολεμένη
βολεμένο
βολεμένος
βολεύει
βολεύομαι
βολεύω
βόλεύω
βολή
βόλι
Βολιβία
βολιβιανός
βολίδα
βολιδοσκοπώ
βολική
βολικό
βολικός
βόλος
βολτ
βόλτ
βόλτα
βόλτα με πόνι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close