βρέχομαι
(προωθήθηκε από βράχηκα)Μεταφράσεις
βρέχομαι
('vrexome)ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. μουσκεύομαι Βράχηκαν τα παπούτσια μου.
2. συνορεύω με θάλασσα Η Ελλάδα βρέχεται από τη Μεσόγειο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.