Βραχνιασμένη - ορισμός του βραχνιασμένη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%81%ce%b1%cf%87%ce%bd%ce%b9%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.946.054.410
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βραχνιασμένος
(προωθήθηκε από
βραχνιασμένη
)
Μεταφράσεις
βραχνιασμένος
(
vraxɲa'zmenos
)
βραχνιασμένη
(
vraxɲa'zmeni
)
βραχνιασμένο
(
vraxɲa'zmeno
)
επίθετο
αυτός που έχει βραχνιάσει
enroué/-ée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βραδυπορώ
βραδύς
Βραζιλία
βραζιλιάνικος
βραζιλιανός
Βραζιλιάνος
βράζω
βρακάκι
βράκες
βρακί
Βρανδεμβούργο
βράση
βράσιμο
βρασμένος
βρασμός
βραστή
βραστήρας
βραστό
βραστό αβγό
βραστό αυγό
βραστός
βράχηκα
βράχια
βραχιόλι
βραχίονας
βραχιόνιος
βραχίων
βραχίωνας
βραχνή
βραχνιάζω
βραχνιασμένη
βραχνιασμένο
βραχνιασμένος
βραχνό
βραχνός
βράχοι
βραχοκιρκίνεζο
βράχος
βραχυκύκλωμα
βραχυκυκλώνω
βραχύλογος
βραχυντικός
βραχυπρόθεσμος
βραχύς
βραχώδες
βραχώδης
βρε
βρεγμένος
βρέθηκα
βρεκεκεκέξ
Βρέμη
Βρετάνη
Βρετανία
Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι
βρετανικός
Βρετάννη
Βρετανός
βρετονικά
βρετονικός
Βρετόνος
βρεφική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close