βραχνιασμένος
(προωθήθηκε από βραχνιασμένο)Μεταφράσεις
βραχνιασμένος
(vraxɲa'zmenos)βραχνιασμένη
(vraxɲa'zmeni)βραχνιασμένο
(vraxɲa'zmeno)επίθετο
αυτός που έχει βραχνιάσει
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.