βρομερός
(προωθήθηκε από βρομερή)Μεταφράσεις
βρομερός
(vrome'ros)βρομερή
(vrome'ri)βρομερό
(vrome'ro)επίθετο
1. αυτός που βρωμάει βρoμερή αναπνοή
2. που είναι πολύ βρόμικος βρoμερά ρούχα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.