Βρύο - ορισμός του βρύο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%81%cf%8d%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.726.531.764
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βρύο
Μεταφράσεις
βρύο
moss
,
heather
βρύο
طُحْلُبٌ
βρύο
mech
βρύο
mos
βρύο
Moos
βρύο
musgo
βρύο
sammal
βρύο
mousse
βρύο
mahovina
βρύο
muschio
βρύο
コケ
βρύο
이끼
βρύο
mos
βρύο
mose
βρύο
mech
βρύο
musgo
βρύο
мох
βρύο
mossa
βρύο
พืชตะไคร่น้ำ
βρύο
yosun
βρύο
rêu
βρύο
青苔
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βρόμιο
βρομιούχος
βρομο-
βρομόκαιρος
βρομοκοπάω
βρομόπαιδο
βρομώ
βροντάει
βροντάω
βροντερή
βροντερό
βροντερός
βροντές
βροντή
βροντοκοπάω
βρόντος
βροντόσαυρος
βροντόφωνος
βροντώ
βροντώδης
Βρότσλαβ
βροχερή
βροχερό
βροχερός
βροχή
βροχόμετρο
βροχόπτωση
βρόχος
βρυκόλακας
Βρυξέλλες
βρύο
βρύση
βρυχηθμός
βρυχιέμαι
βρυχώμαι
βρώμα
βρωμερός
βρώμη
βρωμιά
βρώμικος
βρώμιο
βρωμοκούναβο
βρώσιμος
βυζαίνω
βυζαντινή
βυζαντινό
βυζαντινός
βυζί
βύζι
βυζιά
βυζομαλακία
βυθίζομαι
βυθίζω
βύθισμα
βυθισμένος
βυθοκόρος
βυθομέτρηση
βυθομετρική ράβδος
βυθός
βύνη
βύρσα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close