Βόλβος - ορισμός του βόλβος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%8c%ce%bb%ce%b2%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.942.962.771
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βόλβος
Μεταφράσεις
βόλβος
بَصَلَة النَبات
βόλβος
cibulka
βόλβος
blomsterløg
βόλβος
Blumenzwiebel
βόλβος
bulb
βόλβος
bulbo
βόλβος
kasvisipuli
βόλβος
bulbe
βόλβος
lukovica
βόλβος
bulbo
βόλβος
球根
βόλβος
구근
βόλβος
bloembol
βόλβος
(blomster)løk
βόλβος
cebulka
βόλβος
bolbo
,
bulbo
βόλβος
луковица
βόλβος
lök
βόλβος
หัวของต้นไม้
βόλβος
soğan
βόλβος
củ
βόλβος
球茎
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βόας
βογγάω
βογγώ
βογκάω
βογκητό
βογκώ
βόδι
βόδια
βοδινή
βοδινό
βοδινό μπιφτέκι
βοδινός
βοειδή
βοή
βοηθάω
βοήθεια
βοήθεια!
βοήθημα
βοηθητική
βοηθητικό
βοηθητικός
βοηθός
βοηθός δασκάλου
βοηθός πωλήσεων
βοηθώ
βοημικός
βόθριο
βόθρος
βοιωτικός
βολβός
βόλβος
Βόλγας
βόλεϊ
βολεμένη
βολεμένο
βολεμένος
βολεύει
βολεύομαι
βολεύω
βόλεύω
βολή
βόλι
Βολιβία
βολιβιανός
βολίδα
βολιδοσκοπώ
βολική
βολικό
βολικός
βόλος
βολτ
βόλτ
βόλτα
βόλτα με πόνι
βολτόμετρο
βολφράμιο
βόμβα
Βομβάη
βομβάρδα
βομβαρδίζω
βομβαρδισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close