βόρειος
(προωθήθηκε από βόρειο)Μεταφράσεις
βόρειος
('vorios) αρσενικόβόρεια
('voria) θηλυκόβόρειο
nordique, boréal, nordnorthern, northشِمَالِيّ, شِمَالِيٌّsevernínordligNord-, nördlichdel norte, septentrional, nortepohjois-sjevernisettentrionale北の북쪽의noord-, noordelijknord-, nordligpółnocnynorte, do norteсеверныйnordlig, norraเกี่ยวกับทิศเหนือ, ทางภาคเหนือkuzeybắc, ở phía bắc北方的, 北Северна北צפון ('vorio) ουδέτεροεπίθετο
1. που είναι στο βορρά τα βόρεια προάστια Κατοικώ στη βόρεια Ελλάδα.
2. από ή προς το βορρά βόρειος άνεμος η Βόρεια Αμερική
3. σχετικός με τη βόρεια Ευρώπη oι βόρειες γλώσσες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.