Βώλος - ορισμός του βώλος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b2%cf%8e%ce%bb%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.200.339
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
βώλος
Μεταφράσεις
βώλος
marble
,
clod
,
lump
,
pellet
βώλος
كُرَةٌ صَغِيرَةٌ
βώλος
kulička
βώλος
kugle
βώλος
Kügelchen
βώλος
perdigón
βώλος
pelletti
βώλος
grain
βώλος
kuglica
βώλος
pallottolina
βώλος
小球
βώλος
작은 공
βώλος
balletje
βώλος
liten kule
βώλος
kulka
βώλος
pelota
βώλος
катышек
βώλος
liten kula
βώλος
ก้อนกลมเล็กๆ
βώλος
tanecik
βώλος
viên
βώλος
小球
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βυζαντινό
βυζαντινός
βυζί
βύζι
βυζιά
βυζομαλακία
βυθίζομαι
βυθίζω
βύθισμα
βυθισμένος
βυθοκόρος
βυθομέτρηση
βυθομετρική ράβδος
βυθός
βύνη
βύρσα
βυρσοδέψης
βυρσοδεψία
βυρσοδεψώ
βύσμα
βυσσινάδα
βυσσινής
βυσσινί
βυσσινιά
βύσσινο
βυσσοδομώ
βυτίνα
βυτίο
βύτιον
βωδινό
βώλος
βωμός
βωξίτης
γ
γαβ
γαβάθρα
γαβ-γαβ
γαβγίζω
γάβγισμα
γαβριάς
γαγάτης
γάγγλιο
γάγγραινα
γαγγραινιάζω
γαγγραινικός
γαγγραινούμαι
γαγγραινώδης
γαδολίνιο
γάδος
γαελικά (σκωτικά)
γάζα
γαζέλα
γαζώνω
γαϊδάρα
γάιδαρος
γάϊδαρος
γαϊδούρα
γαϊδουράγκαθο
γαϊδουράκι
γαϊδούρι
γαϊδουρινός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close