Γάβγισμα - ορισμός του γάβγισμα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%ac%ce%b2%ce%b3%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.595.585.298
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γάβγισμα
Μεταφράσεις
γάβγισμα
barking
aboi
,
aboiement
лай
(
'ɣavʝizma
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
ήχος σκύλου
aboiement
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
βύθισμα
βυθισμένος
βυθοκόρος
βυθομέτρηση
βυθομετρική ράβδος
βυθός
βύνη
βύρσα
βυρσοδέψης
βυρσοδεψία
βυρσοδεψώ
βύσμα
βυσσινάδα
βυσσινής
βυσσινί
βυσσινιά
βύσσινο
βυσσοδομώ
βυτίνα
βυτίο
βύτιον
βωδινό
βώλος
βωμός
βωξίτης
γ
γαβ
γαβάθρα
γαβ-γαβ
γαβγίζω
γάβγισμα
γαβριάς
γαγάτης
γάγγλιο
γάγγραινα
γαγγραινιάζω
γαγγραινικός
γαγγραινούμαι
γαγγραινώδης
γαδολίνιο
γάδος
γαελικά (σκωτικά)
γάζα
γαζέλα
γαζώνω
γαϊδάρα
γάιδαρος
γάϊδαρος
γαϊδούρα
γαϊδουράγκαθο
γαϊδουράκι
γαϊδούρι
γαϊδουρινός
γάϊδουρος
γαϊδουρόψαρο
γαιοκτήμμονας
γαιοκτήμονας
γαιοσκώληκας
γαιώδες
γαλα
γάλα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close