Γάντζος - ορισμός του γάντζος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b6%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.587.329.701
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γάντζος
Μεταφράσεις
γάντζος
hook
كُلَّاب
hák
krog
Haken
gancho
koukku
crochet
kuka
gancio
フック
갈고리
haak
krok
hak
gancho
крюк
krok
ตะขอ
kanca
móc
钩子
кука
(
'ɣandzos
)
ουσιαστικό
αρσενικό
εξάρτημα δεσίματος
crochet
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Γάλλος
γαλλόφιλος
γαλλοφωνία
γαλλόφωνία
γαλλόφωνος
γαλόνι
γαλοπούλα
γαλότσα
γαλότσες
γάμα
γαμάτος
γαμβρός
γαμέτες
γαμέτης
γαμήλια
γαμήλιο
γαμήλιος
γαμήσι
γάμμα
γάμος
γάμπα
γάμπια
γαμπρός
γαμψή
γαμψό
γαμψός
γαμώ
γαμώτο
γάνα
Γάνδη
γάντζος
γαντζώνομαι
γαντζώνω
γάντι
γάντι φούρνου
γάντι χωρίς δάχτυλα
γανωματής
γανωτής
γαργαλάω
γαργαλίζω
γαργαλιστικός
γαργαλώ
γαρδέλι
γαρδένια
γαρίδα
γαριφαλιά
γαρίφαλο
γαρνίρισμα
γαρνίρω
γαρνιτούρα
γάρο
Γαρουνάς
γαρούφαλο
γαρύφαλλο
γαστερόποδα
γαστρεντερίτιδα
γαστρεντερολογία
γαστριδίωση
γαστρικός
γαστρίτιδα
γαστρο-
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close