Γέρικος - ορισμός του γέρικος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%ad%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.603.636.503
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γέρικος
Μεταφράσεις
γέρικος
(
'ʝerikos
)
αρσενικό
γέρικη
(
'ʝeriki
)
θηλυκό
γέρικο
old
vieux
(
'ʝeriko
)
θηλυκό
πολύ μεγάλης ηλικίας
vieux vieil , vieille vieilli/-ie
γέρικο δέντρο
un vieil arbre
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γεννάω
Γεννάω σε πέντε μήνες
γέννημα
γεννημένος
γέννησ
γέννηση
γεννητικά όργανα
γεννητικός
γεννήτρια
γεννιέμαι
γεννοβολώ
γεννώ
γενοκτονία
Γενοκτονία των Αρμενίων
γένος
γεντιανή
γερά
γερακάρης
γεράκι
γερακίνα
γεράματα
γεράνι
γερανογέφυρα
γερανός
γέρασα
γερατειά
γέρβιλος
γερή
γέρικη
γέρικο
γέρικος
Γερμανία
Γερμανίδα
γερμανικά
γερμανική
γερμανικό
γερμανικός
γερμάνιο
Γερμανός
γερμανόφιλος
γερνάω
γερνώ
γέρνω
γερό
γεροδεμένη
γεροδεμένο
γεροδεμένος
γέροντας
γεροντικός
γερόντισσα
γεροντοκόρη
γεροντολογία
γεροντοπαλίκαρο
γερός
γέρος
γερουνδιακό
γερούνδιο
γερουσία
γερουσιαστής
γεύμα
γευματίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close