Γεμιστός - ορισμός του γεμιστός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%b5%ce%bc%ce%b9%cf%83%cf%84%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.739.319.686
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γεμιστός
Μεταφράσεις
γεμιστός
(
ʝemi'stos
)
αρσενικό
γεμιστή
(
ʝemi'sti
)
θηλυκό
γεμιστό
(
ʝemi'sto
)
ουδέτερο
επίθετο
με γέμιση
farci/-ie
τομάτες γεμιστές
des tomates farcies
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γειτονικός
γειτόνισσα
γείωση
γελαστή
γελαστό
γελαστός
γελάω
γέλια
γελιέμαι
γέλιο
γελοία
γελοίο
γελοιογραφία
γελοιογράφος
γελοιοποιούμαι
γελοιοποιώ
γελοίος
γελώ
γελωτοποιός
γεμάτo
γεμάτη
γεμάτος
γεμάτος αυτοπεποίθηση
γεμίζω
γέμιση
γέμισμα
Γεμίστε το, παρακαλώ
γεμιστή
γεμιστήρας
γεμιστό
γεμιστός
γενάκι
Γενάρης
Γενάρης (Jenaris)
γενεαλογία
γενεαλογική
γενεαλογικό
γενεαλογικός
γενέθλια
γενέθλιος
γενειάδα
γενειοφόρος
γενεολογία
γένεση
Γένεσις
γενέτειρα
γενετήσια πράξη
γενετήσιος
γενετικά τροποποιημένος
γενετική
γενετικός
γενετιστής
Γενεύη
γένη
γενημένος
γένι
γενιά
γένια
γένια'ʝeɲa
γενικά
γενικά έξοδα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close