Γενειοφόρος - ορισμός του γενειοφόρος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%b5%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%bf%cf%86%cf%8c%cf%81%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.971.724
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γενειοφόρος
Μεταφράσεις
γενειοφόρος
barbu
γενειοφόρος
مُلْتَح
γενειοφόρος
vousatý
γενειοφόρος
skægget
γενειοφόρος
bärtig
γενειοφόρος
bearded
γενειοφόρος
barbudo
γενειοφόρος
parrakas
γενειοφόρος
bradat
γενειοφόρος
barbuto
γενειοφόρος
あごひげを生やした
γενειοφόρος
수염이 난
γενειοφόρος
gebaard
γενειοφόρος
skjeggete
γενειοφόρος
brodaty
γενειοφόρος
barbado
γενειοφόρος
бородатый
γενειοφόρος
skäggprydd
γενειοφόρος
ที่เต็มไปด้วยหนวดเครา
γενειοφόρος
sakallı
γενειοφόρος
có râu
γενειοφόρος
有胡子的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γελοίο
γελοιογραφία
γελοιογράφος
γελοιοποιούμαι
γελοιοποιώ
γελοίος
γελώ
γελωτοποιός
γεμάτo
γεμάτη
γεμάτος
γεμάτος αυτοπεποίθηση
γεμίζω
γέμιση
γέμισμα
Γεμίστε το, παρακαλώ
γεμιστή
γεμιστήρας
γεμιστό
γεμιστός
γενάκι
Γενάρης
Γενάρης (Jenaris)
γενεαλογία
γενεαλογική
γενεαλογικό
γενεαλογικός
γενέθλια
γενέθλιος
γενειάδα
γενειοφόρος
γενεολογία
γένεση
Γένεσις
γενέτειρα
γενετήσια πράξη
γενετήσιος
γενετικά τροποποιημένος
γενετική
γενετικός
γενετιστής
Γενεύη
γένη
γενημένος
γένι
γενιά
γένια
γένια'ʝeɲa
γενικά
γενικά έξοδα
γενικές γνώσεις
γενικές εκλογές
γενικεύομαι
γενίκευση
γενικεύω
γενική
γενική αναισθησία
γενική έννοια
γενικό
γενικό πλαίσιο
γενικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close