Γενικά έξοδα - ορισμός του γενικά έξοδα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%b5%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ac+%ce%ad%ce%be%ce%bf%ce%b4%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.662.212.301
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γενικά έξοδα
Μεταφράσεις
γενικά έξοδα
مَصَارِيفٌ عَامَةٌ
γενικά έξοδα
režijní náklady
γενικά έξοδα
generalomkostninger
γενικά έξοδα
allgemeine Unkosten
γενικά έξοδα
overhead
,
overheads
γενικά έξοδα
gastos indirectos
γενικά έξοδα
kiinteät kustannukset
γενικά έξοδα
frais généraux
γενικά έξοδα
režije
γενικά έξοδα
spese generali
γενικά έξοδα
諸経費
γενικά έξοδα
경상비
γενικά έξοδα
vaste bedrijfskosten
γενικά έξοδα
faste utgifter
γενικά έξοδα
koszty ogólne
γενικά έξοδα
despesas gerais
γενικά έξοδα
накладные расходы
γενικά έξοδα
omkostnader
γενικά έξοδα
ค่าใช้จ่ายในการดำเนินธุรกิจ
γενικά έξοδα
işletme masrafları
γενικά έξοδα
chi phí hành chính
γενικά έξοδα
经费
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γεμιστός
γενάκι
Γενάρης
Γενάρης (Jenaris)
γενεαλογία
γενεαλογική
γενεαλογικό
γενεαλογικός
γενέθλια
γενέθλιος
γενειάδα
γενειοφόρος
γενεολογία
γένεση
Γένεσις
γενέτειρα
γενετήσια πράξη
γενετήσιος
γενετικά τροποποιημένος
γενετική
γενετικός
γενετιστής
Γενεύη
γένη
γενημένος
γένι
γενιά
γένια
γένια'ʝeɲa
γενικά
γενικά έξοδα
γενικές γνώσεις
γενικές εκλογές
γενικεύομαι
γενίκευση
γενικεύω
γενική
γενική αναισθησία
γενική έννοια
γενικό
γενικό πλαίσιο
γενικός
γενικός γιατρός
γενικότητα
γέννα
γενναία
γενναίο
γενναιόδωρη
γενναιοδωρία
γενναιόδωρο
γενναιόδωρος
γενναίος
γενναιότητα
γεννάω
Γεννάω σε πέντε μήνες
γέννημα
γεννημένος
γέννησ
γέννηση
γεννητικά όργανα
γεννητικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close