Γενικές εκλογές - ορισμός του γενικές εκλογές από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%b5%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82+%ce%b5%ce%ba%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%ad%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.607.529.194
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γενικές εκλογές
Μεταφράσεις
γενικές εκλογές
اِنْتِخَاباتٌ عَامَّة
γενικές εκλογές
všeobecné volby
γενικές εκλογές
parlamentsvalg
γενικές εκλογές
Parlamentswahlen
γενικές εκλογές
general election
γενικές εκλογές
elecciones generales
γενικές εκλογές
vaalit
γενικές εκλογές
élections législatives
γενικές εκλογές
opći izbori
γενικές εκλογές
elezioni generali
γενικές εκλογές
総選挙
γενικές εκλογές
총선거
γενικές εκλογές
algemene verkiezingen
γενικές εκλογές
parlamentsvalg
γενικές εκλογές
wybory powszechne
γενικές εκλογές
eleição geral
γενικές εκλογές
всеобщие выборы
γενικές εκλογές
allmänna val
γενικές εκλογές
การเลือกตั้งทั่วไป
γενικές εκλογές
genel seçim
γενικές εκλογές
tổng tuyển cử
γενικές εκλογές
大选
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Γενάρης
Γενάρης (Jenaris)
γενεαλογία
γενεαλογική
γενεαλογικό
γενεαλογικός
γενέθλια
γενέθλιος
γενειάδα
γενειοφόρος
γενεολογία
γένεση
Γένεσις
γενέτειρα
γενετήσια πράξη
γενετήσιος
γενετικά τροποποιημένος
γενετική
γενετικός
γενετιστής
Γενεύη
γένη
γενημένος
γένι
γενιά
γένια
γένια'ʝeɲa
γενικά
γενικά έξοδα
γενικές γνώσεις
γενικές εκλογές
γενικεύομαι
γενίκευση
γενικεύω
γενική
γενική αναισθησία
γενική έννοια
γενικό
γενικό πλαίσιο
γενικός
γενικός γιατρός
γενικότητα
γέννα
γενναία
γενναίο
γενναιόδωρη
γενναιοδωρία
γενναιόδωρο
γενναιόδωρος
γενναίος
γενναιότητα
γεννάω
Γεννάω σε πέντε μήνες
γέννημα
γεννημένος
γέννησ
γέννηση
γεννητικά όργανα
γεννητικός
γεννήτρια
γεννιέμαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close