Γεράνι - ορισμός του γεράνι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%b5%cf%81%ce%ac%ce%bd%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.931.665.699
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γεράνι
Μεταφράσεις
γεράνι
geranium
جيرانيوم
muškát
geranium
Geranie
geranio
pelargonia
géranium
geranij
geranio
ゼラニウム
제라늄
geranium
geranium
geranium
gerânio
герань
pelargon
ต้นเจอเรเนียมมีดอกสีชมพูหรือสีม่วง
sardunya
cây phong lữ
天竺葵
(
ʝe'rani
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
διακοσμητικό λουλούδι
géranium
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γέννα
γενναία
γενναίο
γενναιόδωρη
γενναιοδωρία
γενναιόδωρο
γενναιόδωρος
γενναίος
γενναιότητα
γεννάω
Γεννάω σε πέντε μήνες
γέννημα
γεννημένος
γέννησ
γέννηση
γεννητικά όργανα
γεννητικός
γεννήτρια
γεννιέμαι
γεννοβολώ
γεννώ
γενοκτονία
Γενοκτονία των Αρμενίων
γένος
γεντιανή
γερά
γερακάρης
γεράκι
γερακίνα
γεράματα
γεράνι
γερανογέφυρα
γερανός
γέρασα
γερατειά
γέρβιλος
γερή
γέρικη
γέρικο
γέρικος
Γερμανία
Γερμανίδα
γερμανικά
γερμανική
γερμανικό
γερμανικός
γερμάνιο
Γερμανός
γερμανόφιλος
γερνάω
γερνώ
γέρνω
γερό
γεροδεμένη
γεροδεμένο
γεροδεμένος
γέροντας
γεροντικός
γερόντισσα
γεροντοκόρη
γεροντολογία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close