γεροδεμένος
(προωθήθηκε από γεροδεμένο)Μεταφράσεις
γεροδεμένος
(ʝeroðe'menos) αρσενικόγεροδεμένη
(ʝeroðe'meni) θηλυκόγεροδεμένο
burly (ʝeroðe'meno) θηλυκόεπίθετο
δυνατός και γυμνασμένος γεροδεμένο σώμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.