γλωσσικός
(προωθήθηκε από γλωσσικό)Μεταφράσεις
γλωσσικός
(ɣlosi'kos)γλωσσική
(ɣlosi'ci) θηλυκόγλωσσικό
linguistic, lingual (ɣlosi'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τη γλώσσα έχω γλωσσικές γνώσεις γλωσσικά παιχνίδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.