Γλωσσολογικός - ορισμός του γλωσσολογικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%bb%cf%89%cf%83%cf%83%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.721.793.064
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γλωσσολογικός
Μεταφράσεις
γλωσσολογικός
linguistique
,
glossologique
γλωσσολογικός
لُغْوِيٌّ
γλωσσολογικός
jazykový
γλωσσολογικός
lingvistisk
γλωσσολογικός
sprachlich
γλωσσολογικός
linguistic
γλωσσολογικός
lingüístico
γλωσσολογικός
kieli-
γλωσσολογικός
lingvistički
γλωσσολογικός
linguistico
γλωσσολογικός
言語の
γλωσσολογικός
언어학적인
γλωσσολογικός
taalkundig
γλωσσολογικός
språklig
γλωσσολογικός
językowy
γλωσσολογικός
linguístico
γλωσσολογικός
лингвистический
γλωσσολογικός
lingvistisk
γλωσσολογικός
เกี่ยวกับภาษาศาสตร์
γλωσσολογικός
dilbilim
γλωσσολογικός
thuộc ngôn ngữ
γλωσσολογικός
语言上的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γλυκοκοιτάζω
γλυκοπατάτα
γλυκός
γλυκύτητα
γλύπτης
γλυπτική
γλυπτό
γλυπτοθήκη
γλύπτρια
γλυσίνα
γλυστρίδα
Γλυφείον
γλυφή
γλυφό
γλυφός
γλύφω
γλώσσα
γλώσσα μηχανής
γλώσσα προγραμματισμού
γλωσσάκι
γλωσσάριο
Γλώσσες
γλωσσίδι
γλωσσική
γλωσσικό
γλωσσικός
γλωσσοδέτης
γλωσσοκοπανώ
γλωσσολογία
γλωσσολογικά
γλωσσολογικός
γλωσσολόγος
γλωσσομαθής
γναθοθύλακας
γνάθος
γναφιάς
γνέθω
γνέφω
γνήσια
γνήσιο
γνήσιος
γνησιότητα
γνώθι σαυτόν
γνωμάτευση
γνώμη
γνωμικό
Γνώμων
γνώριζα
γνωρίζομαι
γνωρίζω
γνωρίζων
γνώριμη
γνωριμία
γνώριμο
γνώριμος
γνώρισμα
γνώσεις
γνώση
γνωσιολογία
γνωστή
γνώστης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close