Γοητεία - ορισμός του γοητεία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%bf%ce%b7%cf%84%ce%b5%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.667.752.551
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γοητεία
Μεταφράσεις
γοητεία
charm
فِتْنَة
šarm
charme
Charme
encanto
viehätysvoima
charme
šarm
fascino
魅力
매력
charme
sjarm
urok
charme
,
encanto
шарм
charm
เสน่ห์
çekim
sức quyến rũ
魅力
чар
魅力
קסם
(
ɣοi'tia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
η έλξη που προκαλεί κπ σε κπ άλλον
charme
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γνώμη
γνωμικό
Γνώμων
γνώριζα
γνωρίζομαι
γνωρίζω
γνωρίζων
γνώριμη
γνωριμία
γνώριμο
γνώριμος
γνώρισμα
γνώσεις
γνώση
γνωσιολογία
γνωστή
γνώστης
γνωστικισμός
γνωστικός
γνωστό
γνωστοποιώ
γνωστός
γνώστρια
γόβα
γογγύζω
γογγύλι
γογγυλοκράμβη
γοερά
γόης
γόησσα
γοητεία
γοητεύομαι
γοητευτική
γοητευτικό
γοητευτικός
γοητεύω
γόητρο
γοιτητής
γόμα
γομολάστιχα
γομφίος
γόμφος
γονάδα
γόνατα
γονατίζω
γονάτισμα
γονατιστά
γονατιστή
γονατιστό
γονατιστός
γόνατο
γόνδολα
γονέας
γονείς
γονίδιο
γονικός
γόνιμα
γόνιμη
γόνιμο
γονιμοποιώ
γόνιμος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close