Γομολάστιχα - ορισμός του γομολάστιχα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%bf%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%ac%cf%83%cf%84%ce%b9%cf%87%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.943.855.943
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γομολάστιχα
Μεταφράσεις
γομολάστιχα
ластик
消しゴム
지우개
橡皮擦
ยางลบ
Viskelæder
Eraser
橡皮擦
(
ɣοmo'lastixa
)
ουσιαστικό
θηλυκό
γόμα
gomme
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γνώριμο
γνώριμος
γνώρισμα
γνώσεις
γνώση
γνωσιολογία
γνωστή
γνώστης
γνωστικισμός
γνωστικός
γνωστό
γνωστοποιώ
γνωστός
γνώστρια
γόβα
γογγύζω
γογγύλι
γογγυλοκράμβη
γοερά
γόης
γόησσα
γοητεία
γοητεύομαι
γοητευτική
γοητευτικό
γοητευτικός
γοητεύω
γόητρο
γοιτητής
γόμα
γομολάστιχα
γομφίος
γόμφος
γονάδα
γόνατα
γονατίζω
γονάτισμα
γονατιστά
γονατιστή
γονατιστό
γονατιστός
γόνατο
γόνδολα
γονέας
γονείς
γονίδιο
γονικός
γόνιμα
γόνιμη
γόνιμο
γονιμοποιώ
γόνιμος
γονιμότητα
γονιός
γόνος
γονότυπος
γονυκλισία
γονυπετώ
γόπα
γόπινγκ
γοργή
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close