Γονίδιο - ορισμός του γονίδιο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b3%ce%bf%ce%bd%ce%af%ce%b4%ce%b9%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.145.458
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
γονίδιο
Μεταφράσεις
γονίδιο
gene
gène
gene
مُوَرِّثَة
gen
gen
Gen
gen
geeni
gen
gene
遺伝子
유전자
gen
gen
gen
ген
gen
สายพันธุ์
gen
gien
基因
基因
(
ɣο'niðio
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
βιολογία
μονάδα κληρονομικότητας
gène
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γογγύζω
γογγύλι
γογγυλοκράμβη
γοερά
γόης
γόησσα
γοητεία
γοητεύομαι
γοητευτική
γοητευτικό
γοητευτικός
γοητεύω
γόητρο
γοιτητής
γόμα
γομολάστιχα
γομφίος
γόμφος
γονάδα
γόνατα
γονατίζω
γονάτισμα
γονατιστά
γονατιστή
γονατιστό
γονατιστός
γόνατο
γόνδολα
γονέας
γονείς
γονίδιο
γονικός
γόνιμα
γόνιμη
γόνιμο
γονιμοποιώ
γόνιμος
γονιμότητα
γονιός
γόνος
γονότυπος
γονυκλισία
γονυπετώ
γόπα
γόπινγκ
γοργή
γοργό
γοργόνα
γοργός
γορίλα
Γορίλας
γορίλλας
γοτθικός
Γότθος
Γουαδελούπη
γουανιδίνη
γουανίνη
Γουατεμάλα
γουδί
γουδοχέρι
γουέστερν
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close