γονατιστός
(προωθήθηκε από γονατιστή)Μεταφράσεις
γονατιστός
(ɣοnati'stos) αρσενικόγονατιστή
(ɣonati'sti)επίθετο θηλυκό
γονατιστό
agenouillé (ɣonati'sto) ουδέτεροεπίθετο
που στέκεται στα γόνατα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.