γούρικος
(προωθήθηκε από γούρικη)Μεταφράσεις
γούρικος
('ɣurikos) αρσενικόγούρικη
('ɣurici) θηλυκόγούρικο
('ɣuriko) ουδέτεροεπίθετο
που θεωρούμε πως φέρνει τύχη γούρικος αριθμός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.