γραφτός
(προωθήθηκε από γραφτό)Μεταφράσεις
γραφτός
(ɣra'ftos) αρσενικόγραφτή
(ɣra'fti) θηλυκόγραφτό
(ɣra'ft-o) ουδέτεροεπίθετο
που είναι καθορισμένος από τη μοίρα Ήταν γραφτό.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.