γυαλιστερός
(προωθήθηκε από γυαλιστερό)Μεταφράσεις
γυαλιστερός
(jaliste'ros) αρσενικόγυαλιστερή
(jaliste'ri) θηλυκόγυαλιστερό
shiny, glossybrillantebrillantglanzendbrilhantebłyszczący光泽光澤Lesklýמבריק광택 (jaliste'ro) ουδέτεροεπίθετο
που λάμπει, είναι αστραφτερό γuαλιστερά παπούτσια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.