Δάδα - ορισμός του δάδα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%ac%ce%b4%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.667.770.184
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δάδα
Μεταφράσεις
δάδα
torch
antorcha
torcia
torche
الشعلة
latarka
火炬
火炬
Fakkel
הלפיד
(
'ðaða
)
ουσιαστικό
θηλυκό
ξύλο που ανάβει εύκολα και φωτίζει
torche
θηλυκό
flambeau
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
γυρνώ
γυρολόγος
γυροπλάνο
γύρος
γυροσκόπιο
γυροστάτης
γύρω
γύρω από
γύψινη
γύψινο
γύψινος
γύψος
γυψοσανίδα
γωνιά
γωνία
γωνιακά
γωνιακή
γωνιακό
γωνιακός
γωνιόλιθος
γωνιώδης αγκύλη
δ
Δαβίδ
δαγκάνα
δαγκεροτυπία
δάγκωμα
δαγκωματιά
δαγκωνιά
δαγκώνομαι
δαγκώνω
δάδα
δαιαφαίνομαι
δαίμονας
δαιμόνια
δαιμονικός
δαιμόνιο
δαιμόνιος
δαιμονισμένη
δαιμονισμένο
δαιμονισμένος
δαιμονολογία
δάκρυ
δακρυγόνο
δακρύζω
δακρυϊκός
δακτυλίδι
δακτυλικό αποτύπωμα
δακτύλιος
δάκτυλο
δάκτυλο του ποδιού
δακτυλογραφία
δακτυλογραφικός
δακτυλογράφος
δακτυλόγραφος
δακτυλογραφούμαι
δακτυλογραφώ
δακτυλοειδής
δάκτυλος
δακτυλοσκοπικός
Δαλάι Λάμα
δαλτωνικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close