Δάπεδο - ορισμός του δάπεδο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%ac%cf%80%ce%b5%ce%b4%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.835.631
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δάπεδο
Μεταφράσεις
δάπεδο
floor
piso
podłoga
podlaha
lattia
床
바닥
(
'ðapeðo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
πάτωμα
sol
αρσενικό
ξαπλώνω στο δάπεδο
se coucher sur le solpar terre
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δάμασμα
δανδής
δανδισμός
δανέζικα
δανέζικος
δανείζομαι
δανείζω
δανεικά
δανεική
δανεικό
δανεικός
δάνειο
δανειολήπτης
δανεισμός
δανειστής
δανειστική
δανειστικό
δανειστικός
Δανία
Δανιήλ
δανικά
δανικός
Δανός
δαντέλα
δαπάνες
δαπάνη
δαπανηρή
δαπανηρό
δαπανηρός
δαπανώ
δάπεδο
δαρβινισμός
δαρβινιστής
Δαρβίνος
Δαρείος
δάρτης
δασάκι
δασκάλα
δάσκαλος
δάσκαλος οδήγησης
δασμοί
δασμολόγιο
δασμός
δασοκομία
δασολογία
δασονομικός
δάσος
δασοφύλακας
δασύς
δασώδης
δάφνη
Δαφνίς
δαχτυλίδι
δαχτυλίδι αρραβώνων
δάχτυλο
δάχτυλο ποδιού
δαχτυλύθρα
ΔΔ
δε
δε μασάω τα λόγια μου
ἰδέα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close