δέρμα
Μεταφράσεις
δέρμα
Haut, Lederskin, leatherpeau, cuirpele, couroкожа, выделанная кожаجِلْدٌ مَدْبُوغٌkůželæderpielnahkakožapelle革가죽lederlærskóraläderหนังderida thuộc皮革, 皮肤кожа皮膚עור ('ðerma)ουσιαστικό ουδέτερο
1. η μεμβράνη που καλύπτει το σώμα απαλό δέρμα
2. το πετσί γδαρμένου ζώου τσάντα από δέρμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.