δαιμονισμένος
Μεταφράσεις
δαιμονισμένος
(ðemoni'zmenos) αρσενικόδαιμονισμένη
(ðemoni'zmeni) θηλυκόδαιμονισμένο
(ðemoni'zmeno) ουδέτεροεπίθετο
που γίνεται με τεράστια ένταση δαιμονισμένος θόρυβος δαιμονισμένη ταχύτητα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.