Δαλτωνικός - ορισμός του δαλτωνικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b1%ce%bb%cf%84%cf%89%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.666.551.054
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δαλτωνικός
Μεταφράσεις
δαλτωνικός
مُصَاب بِعَمَى الَألْوان
δαλτωνικός
barvoslepý
δαλτωνικός
farveblind
δαλτωνικός
farbblind
δαλτωνικός
color-blind
,
colour-blind
δαλτωνικός
daltónico
δαλτωνικός
värisokea
δαλτωνικός
daltonien
δαλτωνικός
daltonist
δαλτωνικός
daltonico
δαλτωνικός
色盲の
δαλτωνικός
색맹의
δαλτωνικός
kleurenblind
δαλτωνικός
fargeblind
δαλτωνικός
nie widzący kolorów
δαλτωνικός
daltónico
,
daltônico
δαλτωνικός
страдающий цветовой слепотой
δαλτωνικός
färgblind
δαλτωνικός
ตาบอดสี
δαλτωνικός
renk körü
δαλτωνικός
mù màu
δαλτωνικός
色盲的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δάδα
δαιαφαίνομαι
δαίμονας
δαιμόνια
δαιμονικός
δαιμόνιο
δαιμόνιος
δαιμονισμένη
δαιμονισμένο
δαιμονισμένος
δαιμονολογία
δάκρυ
δακρυγόνο
δακρύζω
δακρυϊκός
δακτυλίδι
δακτυλικό αποτύπωμα
δακτύλιος
δάκτυλο
δάκτυλο του ποδιού
δακτυλογραφία
δακτυλογραφικός
δακτυλογράφος
δακτυλόγραφος
δακτυλογραφούμαι
δακτυλογραφώ
δακτυλοειδής
δάκτυλος
δακτυλοσκοπικός
Δαλάι Λάμα
δαλτωνικός
δαλτωνισμός
δαμάζω
δαμαλίδα
δάμαλις
δαμασκηνί
δαμασκηνιά
δαμάσκηνο
Δαμασκός
δάμασμα
δανδής
δανδισμός
δανέζικα
δανέζικος
δανείζομαι
δανείζω
δανεικά
δανεική
δανεικό
δανεικός
δάνειο
δανειολήπτης
δανεισμός
δανειστής
δανειστική
δανειστικό
δανειστικός
Δανία
Δανιήλ
δανικά
δανικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close