δανειστικός
(προωθήθηκε από δανειστική)Μεταφράσεις
δανειστικός
(ðanisti'kos) αρσενικόδανειστική
(ðanisti'ci) θηλυκόδανειστικό
(ðanisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
χώρος μελέτης και δανεισμού βιβλίων
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.