Δανειστικός - ορισμός του δανειστικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b1%ce%bd%ce%b5%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.662.941.024
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δανειστικός
Μεταφράσεις
δανειστικός
(
ðanisti'kos
)
αρσενικό
δανειστική
(
ðanisti'ci
)
θηλυκό
δανειστικό
(
ðanisti'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
χώρος μελέτης και δανεισμού βιβλίων
une bibliothèque de prêt
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δακτυλοειδής
δάκτυλος
δακτυλοσκοπικός
Δαλάι Λάμα
δαλτωνικός
δαλτωνισμός
δαμάζω
δαμαλίδα
δάμαλις
δαμασκηνί
δαμασκηνιά
δαμάσκηνο
Δαμασκός
δάμασμα
δανδής
δανδισμός
δανέζικα
δανέζικος
δανείζομαι
δανείζω
δανεικά
δανεική
δανεικό
δανεικός
δάνειο
δανειολήπτης
δανεισμός
δανειστής
δανειστική
δανειστικό
δανειστικός
Δανία
Δανιήλ
δανικά
δανικός
Δανός
δαντέλα
δαπάνες
δαπάνη
δαπανηρή
δαπανηρό
δαπανηρός
δαπανώ
δάπεδο
δαρβινισμός
δαρβινιστής
Δαρβίνος
Δαρείος
δάρτης
δασάκι
δασκάλα
δάσκαλος
δάσκαλος οδήγησης
δασμοί
δασμολόγιο
δασμός
δασοκομία
δασολογία
δασονομικός
δάσος
δασοφύλακας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close