δεδομένος
(προωθήθηκε από δεδομένη)Μεταφράσεις
δεδομένος
(ðeðo'menos)δεδομένη
(ðeðo'meni)δεδομένο
(ðeðo'meno)1. αυτός που ισχύει σύμφωνα με τις δεδομένες συνθήκες
2. συγκεκριμένος σε κάποια δεδομένη στιγμή
3. που είναι σίγουρος Η επιτυχία του είναι δεδομένη.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.