δεκτός
Μεταφράσεις
δεκτός
(ðek'tos) αρσενικόδεκτή
(ðek'ti) θηλυκόδεκτό
acceptableaanvaardقبلة接受接受přijatoaccepterethyväksyttyקיבל허용 (ðek'to) ουδέτεροεπίθετο
για το οποίο δεν προβάλλεται αντίρρηση γίνομαι δεκτός σε H πρόταση έγινε δεκτή.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.