Δερμάτινη - ορισμός του δερμάτινη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b4%ce%b5%cf%81%ce%bc%ce%ac%cf%84%ce%b9%ce%bd%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.382.355.710
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
δερμάτινος
(προωθήθηκε από
δερμάτινη
)
Μεταφράσεις
δερμάτινος
(
ðer'matinos
)
αρσενικό
δερμάτινη
(
ðer'matini
)
θηλυκό
δερμάτινο
leather
(
ðer'matinο
)
ουδέτερο
επίθετο
που είναι από δέρμα
en cuir
δερμάτινος καναπές
un canapé en cuir
Πλοηγός λέξεων
?
▲
δεντρόκηπος
δεντρολίβανο
δένω
δένω τα μάτια
δεξαμενή
δεξαμενή πόρων
δεξαμενή σκέψης
δεξαμενόπλοιο
δεξής
δεξί
δεξί χέρι
δεξιά
δεξιό
δεξιός
δεξιόστροφα
δεξιόστροφος
δεξιοσύνη
δεξιοτέχνης
δεξιοτεχνία
δεξιοτεχνικός
δεξιοτέχνισσα
δεξιότητα
δεξιόχειρας
δεξίωση
δεόντως
δέος
δέρμα
δερμάπτερα
δερματική κηλίδα
δερματικός
δερμάτινη
δερμάτινο
δερμάτινος
δερματολογία
δερματολόγος
δέρνω
δέση
δέσιμο
δεσμευμένος
δεσμεύομαι
δέσμευση
δεσμευτικός
δεσμεύω
δέσμη
δεσμίδα
δέσμιος
δεσμός
δεσμοφύλακας
δεσμωτήριο
δεσπόζω
δεσπόζων
Δέσποινα
δεσποινίδα
δεσποινίς
δεσπότης
δεσποτικός
δεσποτισμός
Δευτέρα
Δευτέρα Παρουσία
δευτερεύον
δευτερευόντως
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close